- αγιούγκα
- (ajuga). Χαμηλά, ποώδη μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των χειλανθών. Στο γένος αυτό ανήκουν 50 είδη των εύκρατων περιοχών, από τα οποία μερικά υπάρχουν και στην Ελλάδα. Τα φύλλα τους είναι απλά ή παρουσιάζουν σχισμές. Τα άνθη έχουν χρώμα γαλάζιο, κοκκινωπό, κίτρινο και σπάνια λευκό. Πολλαπλασιάζονται την άνοιξη, με σπέρματα ή με παραφυάδες. Τα είδη που υπάρχουν και στην Ελλάδα είναι κυρίως η α. η έρπουσα, πολυετές φυτό ύψους 10-40 εκ. το οποίο ανθίζει από τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο, η α. η γεβενένσιος, πολυετές φυτό που ανθίζει από τον Μάιο έως τον Αύγουστο σε άγονα, ξερά ασβεστούχα εδάφη της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, η α. η ανατολική που φυτρώνει στη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, και η α. η ίβη, που ανθεί από την άνοιξη έως το φθινόπωρο. Μια ποικιλία της, η ψευτοΐβη, με άνθη κίτρινα, είναι γνωστή και ως λιβανόχορτο. Σπάνιο είδος είναι η α.η λαξμάννειος, που φυτρώνει μόνο στη Βόρεια Ελλάδα, με άνθη κίτρινα με κόκκινες ραβδώσεις.
Dictionary of Greek. 2013.